- ἑδροδιαστολεύς
- ἑδρο-διαστολεύς, έως, ὁ,A instrument for widening the passage of the anus, Heliod. ap. Orib.44.23.66, Leonidas ap.Paul.Aeg.6.78, Gal.19.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑδροδιαστολεῖ — ἑδροδιαστολεύς instrument for widening the passage of the anus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδροδιαστολέας — ο (AM ἑδροδιαστολεύς) χειρουργικό εργαλείο για τη διαστολή τής έδρας, τού πρωκτού … Dictionary of Greek